χαυνιάζω

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

German (Pape)

[Seite 1341] betrügen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χαυνιάζω: ἐξαπατῶ, Ἡσύχ.· ἀλλ’ ὁ Κοραῆς ἀντὶ χαυνιάζει· πλανᾷ ἀναγινώσκει χαυνάζει· πλαδᾷ, ἴδε Shneid. Suppl. σ. 180.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) εξαπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. χαῦνος].