χαυνιάζω
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
cheat, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1341] betrügen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χαυνιάζω: ἐξαπατῶ, Ἡσύχ.· ἀλλ’ ὁ Κοραῆς ἀντὶ χαυνιάζει· πλανᾷ ἀναγινώσκει χαυνάζει· πλαδᾷ, ἴδε Shneid. Suppl. σ. 180.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) εξαπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. χαῦνος].