πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers
-η, -ο, Νχιονοσκεπασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπαστός (< σκεπάζω), πρβλ. ροδο-σκέπαστος, συννεφο-σκέπαστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη].