Ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων → A man's character is his fate
τραπεζῶ, -όω, ΝΑ τράπεζανεοελλ.(συν. χλευαστ.) παραθέτω γεύμα, κάνω τραπέζιαρχ.1. (αμτβ.) (για θεό) λαμβάνω προσφορές2. παθ. τραπεζοῡμαι -όομαιτοποθετούμαι πάνω σε τραπέζι.