ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
ο, Νχαλκουργός, χαλκεύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεύς (πρβλ. φονιάς: φονεύς)].