τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Full diacritics: τρομοποιός | Medium diacritics: τρομοποιός | Low diacritics: τρομοποιός | Capitals: ΤΡΟΜΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: tromopoiós | Transliteration B: tromopoios | Transliteration C: tromopoios | Beta Code: tromopoio/s |
όν,
A causing fright, Sch. E.Ph.1285.
τρομοποιός: -όν, ὁ προξενῶν τρόμον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1291.
-όν, Α
αυτός που προκαλεί τρόμο σε κάποιον, που τον κάνει να τρέμει από φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + -ποιός].