τρομοποιός

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρομοποιός Medium diacritics: τρομοποιός Low diacritics: τρομοποιός Capitals: ΤΡΟΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: tromopoiós Transliteration B: tromopoios Transliteration C: tromopoios Beta Code: tromopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A causing fright, Sch. E.Ph.1285.

Greek (Liddell-Scott)

τρομοποιός: -όν, ὁ προξενῶν τρόμον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1291.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που προκαλεί τρόμο σε κάποιον, που τον κάνει να τρέμει από φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + -ποιός].