τερψιεπής

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερψῐεπής Medium diacritics: τερψιεπής Low diacritics: τερψιεπής Capitals: ΤΕΡΨΙΕΠΗΣ
Transliteration A: terpsiepḗs Transliteration B: terpsiepēs Transliteration C: terpsiepis Beta Code: teryieph/s

English (LSJ)

ές,

   A of sweet utterance, ἀοιδαί B.12.230.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που λέγεται με ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. μέλλ. τέρψω, τέρψις) + -επής (< έπος), πρβλ. θελξι-επής].