υπόκυκλος

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει από κάτω τροχούς, ὑπότροχος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόκυκλον
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπόκυκλα
τοὺς ἀστραγάλους τοὺς ὑποτιθεμένους τῷ πυθμένι τῶν τριπόδων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κύκλος (πρβλ. ἔγκυκλος)].