φάσκος

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ, και σφάκος Α- άλλη, κοινή σήμερα, ονομασία της φασκομηλιάς, ο ελελίφασκος του Διοσκορίδη
αρχ.
είδος λειχήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φάσκο].———————— (II)
τὸ, Α
δέσμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fascis «δέσμη, δεσμίδα»].