δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
-ον, Αο καλυμμένος από δάση, δασώδης, δρυμώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -κομος (< κόμη), πρβλ. φυλλό-κομος].