Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
-ον, Αο καλυμμένος από δάση, δασώδης, δρυμώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -κομος (< κόμη), πρβλ. φυλλόκομος].