υλόκομος

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207

Greek Monolingual

-ον, Α
ο καλυμμένος από δάση, δασώδης, δρυμώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -κομος (< κόμη), πρβλ. φυλλόκομος].