υλόκομος
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
Greek Monolingual
-ον, Α
ο καλυμμένος από δάση, δασώδης, δρυμώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -κομος (< κόμη), πρβλ. φυλλόκομος].