δρυμώδης
English (LSJ)
δρυμῶδες, woody, τόποι D.S.3.26, cf. Str.8.3.25; λόφος Inscr.Prien.42.46 (ii/i B. C.).
Spanish (DGE)
-ες
boscoso λόφος IPr.42.46 (II a.C.), τόποι D.S.3.26, Dsc.3.10, Plu.2.268f, cf. Str.8.3.25.
German (Pape)
[Seite 669] ες, waldig, D. Sic. 3, 25.
Russian (Dvoretsky)
δρῡμώδης: лесистый (τόποι Diod., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δρῡμώδης: -ες, (εἶδος) δασώδης, Διόδ. 3. 26.
Greek Monolingual
-ες (AM δρυμώδης, -ες)
(για τόπο) δασώδης, δασοσκεπής.
Translations
woody
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, κάταλσος, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλάεις, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog