χαραυγή

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

η, Ν
1. λυκαυγές, χάραμα
2. μτφ. έναρξη, αρχή, απαρχή («στη χαραυγή του καινούργιου αιώνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαραγή + αυγή με συμφυρμό].