χάλκανθος
From LSJ
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
English (LSJ)
ὁ and ἡ, = foreg. 1, acc. to Gal.12.721, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.38 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 1329] ὁ, ἡ, = χαλκάνθη, Sp.
Greek Monolingual
ὁ, Α
το χάλκανθον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του χάλκανθον, κατά τα αρσ.].