φουριόζος
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. βιαστικός, ανυπόμονος, ορμητικός
2. θυμωμένος, οργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. furioso < λατ. furiosus < furia (βλ. λ. φούρια)].