τάληρο
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
και τάλληρο και τάλιρο και τάλ- (λ)αρο, το, Ν
1. μεταλλικό κέρμα που αντιστοιχεί σε πέντε δραχμές, πεντάδραχμο
2. (γενικά) νόμισμα διαφόρων χωρών που αντιστοιχεί σε πέντε νομισματικές μονάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Tallero < γερμ. thaler < Joachimsthal, περιοχή της Γερμανίας από τον άργυρο της οποίας ήταν κατασκευασμένο το νόμισμα αυτό όταν κόπηκε για πρώτη φορά εκεί το 1519. Ο τ. τάλαρο με αφομοίωση του -ι- σε -α-].