τετραυγής

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραυγής Medium diacritics: τετραυγής Low diacritics: τετραυγής Capitals: ΤΕΤΡΑΥΓΗΣ
Transliteration A: tetraugḗs Transliteration B: tetraugēs Transliteration C: tetravgis Beta Code: tetraugh/s

English (LSJ)

ές,

   A four-eyed, θεός Orph.Fr.77: also as epith. of a kind of stone, shot with four colours, Id.L.230.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει τέσσερεις οφθαλμούς
2. (για κάποιο είδος λίθου) αυτός που ακτινοβολεί τέσσερα χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -αυγής (< αὐγή ή αὖγος, το), πρβλ. δι-αυγής].