τρυφερότητα

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

η / τρυφερότης, -ητος, ΝΜΑ τρυφερός
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του τρυφερού, τρυφεράδα, απαλότητα
2. μτφ. α) στοργή
β) ευσπλαγχνία
γ) το να είναι κάποιος συναισθηματικός ή ευαίσθητος
3. στον πληθ. οι τρυφερότητες
μτφ. ερωτοτροπίες, ζαχαρώματα
αρχ.
μαλθακότητα («περὶ τῆς τῶν φιλοσόφων τρυφερότητος διαλεγόμενος», Αθήν.).