συναισθηματικός

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν συναίσθημα, -ήματος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο συναίσθημασυναισθηματικός κόσμος»)
2. (για πρόσ.) εκείνος στον οποίο το συναίσθημα είναι ισχυρότερο από τις άλλες ψυχικές λειτουργίες («συναισθηματικός άνθρωπος»)
3. φρ. α) «συναισθηματικά ασταθές άτομο»
(ψυχολ.) άτομο που χαρακτηρίζεται από γρήγορη και εύκολη μεταβολή της ψυχικής του διάθεσης
β) «συναισθηματική διαταραχή»
(ψυχιατρ.) σύνολο διανοητικών διαταραχών που χαρακτηρίζονται από συναισθηματικές καταστάσεις ή εναλλαγές διαθέσεων τόσο ακραίες, ώστε το άτομο να χάνει την επαφή με το περιβάλλον του
γ) «συναισθηματική κατάσταση»
(ψυχολ.) η κατάσταση ευαρέσκειας ή δυσαρέσκειας και το σύνολο τών φαινομένων της συναισθηματικότητας
δ) «συναισθηματικές τάσεις»
(φιλοσ.) οι κλίσεις και τα πάθη
ε) «συναισθηματικό στοιχείο» ή «συναισθηματικός τόνος»
i) (φιλοσ.) το μέρος της αίσθησης που περιλαμβάνεται στο συναίσθημα σε διάκριση από την αναπαραστατική του άποψη
ii) (ψυχολ.) τα συναισθήματα που συνδέονται με τις πεποιθήσεις και τις στάσεις ενός ατόμου.