τρυπώνω

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source

Greek Monolingual

Ν τρύπα
1. (μτβ.) αποκρύπτω, καταχωνιάζω («πού τρύπωσες τα βιβλία μου και δεν τά βρίσκω;»)
2. (αμτβ.) μπαίνω κάπου για να κρυφτώ, κρύβομαι κάπου («τρύπωσε από τον φόβο της σε μια γωνιά»)
3. ράβω προσωρινά με αραιές βελονιές, κάνω τρύπωμα
4. μτφ. διεισδύω με επιτήδειο τρόπο («πάντα βρίσκει τρόπους να τρυπώνει σε διάφορες δουλειές»).