Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
-οίνικος, ὁ, Αείδος πτηνού που απωθεί τα υγρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φοῖνιξ «είδος πτηνού»].