υπάνθρωπος

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388

Greek Monolingual

ο, Ν
άτομο που στερείται στοιχειώδους ανθρωπισμού, που δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό, παλιοτόμαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + άνθρωπος (πρβλ. υπερ-άνθρωπος)].