υπερστέγασμα

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ναυτ. κατασκευή στο ανώτερο κατάστρωμα πολεμικού πλοίου, όχι όμως περίκλειστη όπως είναι οι κανονικές υπερκατασκευές, αλλά όμοια με στέγαστρο και προοριζόμενη για βοηθητικές εγκαταστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + στέγασμα (< στεγάζω)].