στέγαστρο
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
Greek Monolingual
το / στέγαστρον, ΝΑ, και στέγεστρον και σέγεστρον Α
στεγασμένος χώρος, υπόστεγο
νεοελλ.
1. στέγη, σκεπή, κάλυμμα
2. ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο υπόστεγο από μέταλλο, πλαστικό ή άλλο υλικό τουλάχιστον στη μία μεγάλη κατακόρυφη πλευρά, το οποίο τοποθετείται στις στάσεις τών μέσων μαζικής μεταφοράς και χρησιμεύει για την προφύλαξη τών επιβατών από τη βροχή και τον ήλιο
3. γεωλ. α) στρώμα ανθεκτικού στη διάβρωση πετρώματος το οποίο υπέρκειται ενός άλλου λιγότερο ανθεκτικού πετρώματος
β) γεωλογικός όρος που αναφέρεται σε ένα τμήμα τών δόμων άλατος
4. στρ. όχημα καλυμμένο με αδιάβροχο ύφασμα
αρχ.
1. σκέπασμα, περιτύλιγμα, ιδίως από δέρμα («στέγαστρον ἐλάμβανε εἰς τὴν ὁδόν», Πλούτ.)
2. σκεπαστή άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγάζω + επίθημα -τρον (πρβλ. σκέπαστρον). Η Λατινική έχει δανειστεί τους τ. segestre, -rum (πρβλ. στέγεστρον / σέγεστρον), tegestrum (βλ. και λ. στέγω)].