ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
[Seite 1258] τό, = Folgdm, Lys. bei Harpocr.
τὸ, Αφάσκωλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του φάσκωλος με αλλαγή γένους].