φούντα

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

η, Ν
1. δέσμη από ίνες, ελεύθερες στο ένα άκρο, θύσανοςφέσι με μαύρη φούντα»)
2. κλαδί με άνθη ή με μπουμπούκια ορισμένων φυτών («μια φούντα βασιλικό»)
3. φρ. «δουλειές με φούντες» — εργασίες ή προβλήματα περίπλοκα, με επικίνδυνες συνέπειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦνδα «ζώνη»].