ακαλαρρείτης
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
Greek Monolingual
ἀκαλαρρείτης, ο (Α)
αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος
«ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + -ρείτης < -ρεFε-τας < ρέω
πρβλ. και ἀκαλάρροος].