ασβεστόφιλος
From LSJ
θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat
Greek Monolingual
-ο
βιολ. (για φυτά) αυτός πού αναπτύσσεται κυρίως σε ασβεστούχα εδάφη (γιουνίπερος, πουρνάρι κ.ά.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. calciphile < calci- < λατ. calx, calcis «άσβεστος» + -phile < -φιλος < φίλος). Στην ξένη επιστημονική ορολογία χρησιμοποιείται επίσης και ο όρος calcicole (γαλλ.-αγγλ.) < calci- < λατ. calx, calcis «άσβεστος» + -cole < λατ. -cola «κάτοικος»].