αμαυρωτικός
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀμαυρωτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από αμαύρωση τών οφθαλμών ή είναι επιρρεπής σ' αυτή
αρχ.
αυτός που μπορεί να προκαλέσει αμαύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρῶ + παραγ. κατάλ. -τικός
η λ. πέρασε στην ξεν. επιστημονική ορολογία, πρβλ. αγγλ. amaurotic, από όπου και η νεώτερη σημασία της λ. στα νέα Ελληνικά].