Ἄδωνις

From LSJ
Revision as of 17:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἄδωνις Medium diacritics: Ἄδωνις Low diacritics: Άδωνις Capitals: ΑΔΩΝΙΣ
Transliteration A: Ádōnis Transliteration B: Adōnis Transliteration C: Adonis Beta Code: *)/adwnis

English (LSJ)

[ᾰ], ιδος (also ιος Pherecr.198), ὁ, Adonis,

   A ὦ τὸν Ἄδωνιν Sapph.63; Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄ. κλάομεν Pherecr.170; ὥδωνις, i.e. ὁ Ἄ., Theoc.3.47:—hence, generally, favourite, darling, δεῖ Ἀδώνιδας αὐτοὺς ἀκούειν Luc.Merc.Cond.35, cf. Alciphr.1.39, AP5.112 (Marc.Arg.).    2 Ἀδώνιδος κῆποι cuttings planted in pots for the Adonia, Pl.Phdr.276b, Thphr.HP6.7.3, cf. Theoc.15.113: prov., of any short-lived pleasure, Sch.Pl.l.c.    3 αὐλὴ Ἀδώνιδος, at Rome, garden on the Palatine, Philostr.VA7.32.    II kind of flying-fish, = ἐξώκοιτος, Clearch.73, Opp.H. 1.157, etc.    III Adonis-flower, Anemone fulgens, Aus.Idyll.6.11.

Greek (Liddell-Scott)

Ἄδωνις: [ᾰ], -ιδος, (ὡσαύτως -ιος, Φερεκρ. Ἄδηλ. 21), ὁ, = ὁ Ἄδωνις, υἱὸς Κινύρα καὶ Μύρρας, εὐνοούμενος ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης, ὦ τὸν Ἄδωνιν, Σαπφ. 63, Ἀδώνι’ ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδ. κλάομεν, Φερεκρ. Ἄδηλ. 84· ὥδωνις, δηλ. ὁ Ἄδ., Θεόκρ. 3. 47: - Ἐντεῦθεν καθόλου, Ἄδωνις, δηλ. εὐνοούμενος, ὁ πεφιλημένος, δεῖ Ἀδώνιδας αὐτοὺς ἀκούειν, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ μισθῷ συνόντων, 35, πρβλ. Ἀλκίφρ. 1. 39, Ἀνθ. Π. 5. 113. 2) Ἀδώνιδος κῆποι = τὸ πολύτριχον καὶ ἄλλαι ὅμοιαι βοτάναι ταχέως αὐξανόμεναι, αἱ ὁποῖαι ἐκαλλιεργοῦντο ἐντὸς δοχείων ἢ χυτρῶν διὰ τὰ Ἀδώνια, Πλάτ. Φαῖδρ. 276Β, πρβλ. Θεόκρ. 15. 113. Παροιμ. περὶ πάσης ἐφημέρου ἡδονῆς, ἴδε Ἑρμηνευτ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος πηδῶντος ὑπὲρ τὰ ὕδατα, ὅστις ἀλλαχοῦ καλεῖται ἐξώκοιτος, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332C. Ὀππ. Ἁλ. 1. 157, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ) :
Adonis, dieu syrien et phénicien adoré en Grèce.

Spanish (DGE)

-ιδος, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [ac. -ιν; gen. -εως IGLS 1260 (Laodicea II d.C.)]
Adonis
I 1mit., hijo de Fénix y Alfesibea, Hes.Fr.139
según otros, hijo del rey chipriota Cíniras, Ath.456a (cf. Pl.Com.3)
según otra tradición, hijo incestuoso de Esmirna (Mirra) y de su padre Tías, rey de Siria
amado por Afrodita, a su muerte recibió culto como una divinidad, Sapph.140, 168, Panyas.27, Ar.Lys.393, Pherecr.181, D.61.30, Praxill.1, Call.Fr.193.37, Theoc.3.47, 15.111, Luc.Syr.D.6
como tít. de comedias: de Nicofonte, Ar.Pl.argumen.3, del comediógrafo Platón, Ath.456a, Sud.π 1708, de Araro CGFP 14, Ath.95e, Sud.s.u. Ἀραρώς, de Antífanes AB 77.24, 80.24, 103.15, de Filisco, Sud.φ 357
como tít. de tragedias: de Dionisio de Siracusa, Ath.401f, de Ptolomeo Filopátor, Sch.Ar.Th.1059D.
Ἀδώνιδος κῆποι jardines de Adonis tiestos plantados de trigo u otras plantas para las fiestas Adonias, E.Fr.514, Pl.Phdr.276b, Thphr.HP 6.7.3, tb. prov. de los tiestos cuyas plantas no prenden, Diogenian.1.1.14, Greg.Cypr.1.1.7 (cf. Ἀδωνιακός)
αὐλὴ Ἀδώνιδος el patio de Adonis en Roma, Philostr.VA 7.32
en invocaciones mágicas Ἀδώνιδι τῷ Βαρβαριθα PMag.4.338, cf. Suppl.Mag.46.2, 47.2, 49.8.
2 fig. Adonis en el sent. de amado (dicho por una mujer de un hombre), Alciphr.4.14.3, AP 5.113 (Marc.Arg.)
guapísimo, encantador δεῖ Ἀδώνιδας αὐτοὺς καὶ Ὑακίνθους ἀκούειν Luc.Merc.Cond.35.
II río de Fenicia que nace en la parte norte del Líbano, Str.16.2.19, Luc.Syr.D.8.

Greek Monotonic

Ἄδωνις: [ᾰ], -ιδος, ὁ,
1. ο Άδωνις, αγαπημένος, προστατευόμενος, ευνοούμενος της Αφροδίτης, σε Σαπφώ· ὥδωνις, κράση του ὁ Ἄδωνις, σε Θεόκρ.· γενικά, Άδωνις, δηλαδή ευνοούμενος, αγαπημένος, σε Λουκ.
2. Ἀδώνιδος κῆποι, βότανα που μεγάλωναν γρήγορα καλλιεργούμενα σε δοχεία ή χύτρες για την τελετή των Αδωνίων, σε Πλάτ.