Κῦρος

From LSJ
Revision as of 19:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κῦρος Medium diacritics: Κῦρος Low diacritics: Κύρος Capitals: ΚΥΡΟΣ
Transliteration A: Kŷros Transliteration B: Kyros Transliteration C: Kyros Beta Code: *ku=ros

English (LSJ)

ὁ, Cyrus:    1 ὁ πρότερος, the elder Cyrus, Hdt.1.46, etc.    2 ὁ νεώτερος, the brother of Artaxerxes, X.An.1.1.1, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Κῦρος: ὁ, 1) ὁ πρότερος, ὁ πρεσβύτερος, ὁ μέγας Κῦρος, Ἡρόδ., κτλ. 2) ὁ νεώτερος, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἀρταξέρξου, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 1, κτλ.· ― οἱ Κύρειοι, οἱ Ἕλληνες οἱ παρὰ τῷ Κύρῳ πρότερον ὑπηρετήσαντες, ὁ αὐτο. ἐν Ἑλλ. 3. 2, 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Cyrus :
1 n. d’h;
2 fl. d’Arménie.
Étymologie:.

Greek Monotonic

Κῦρος: ὁ, ο Κύρος·
1.πρότερος, ο γηραιότερος Κύρος, σε Ηρόδ.
2.νεώτερος, ο αδερφός του Αρταξέρξη, σε Ξεν.