προαποθνήσκω

From LSJ
Revision as of 20:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαποθνήσκω Medium diacritics: προαποθνήσκω Low diacritics: προαποθνήσκω Capitals: ΠΡΟΑΠΟΘΝΗΣΚΩ
Transliteration A: proapothnḗskō Transliteration B: proapothnēskō Transliteration C: proapothnisko Beta Code: proapoqnh/skw

English (LSJ)

   A die before or first, Hdt.2.1, App. Mith.117; π. τῆς γηραιοῦ τελευτῆς die before old age, Antipho 4.1.2; of a coward, π. ὑπὸ τοῦ φόβου, i.e. before his time, X.Cyr.3.1.25; π. τῷ δέει Ph.2.68; π. πρὶν ἐντὸς βέλους γενέσθαι Luc.Anach.25.    II die on behalf or in defence of, ὑπὲρ τῆς βασιλείας Pl.Smp.208d; τῶν τέκνων Arist.EE1235a34; κύνες π. τῶν δεσποτῶν Ph.2.200.

German (Pape)

[Seite 708] (s. θνήσκω), vorher sterben; Plat. Conv. 208 d; ἀπὸ τοῦ φόβου, Xen. Cyr. 3, 1, 25; τῆς γηραιοῦ τελευτῆς, vor dem Ende im hohen Alter, Antiph. 4 α 2, Folgde, wie Pol. 3, 12, 4; Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

προαποθνήσκω: μέλλ. -θανοῦμαι, ἀποθνήσκω πρότερον ἢ πρῶτος, Ἡρόδ. 2. 1· ὑπέρ τινος Πλάτ. Συμπ. 208D· πρ. τῆς γηραιοῦ τελευτῆς, ἀποθνήσκω πρὸ τοῦ νὰ γηράσω, Ἀντιφῶν 125. 25· ἐπὶ δειλῶν ἀνθρώπων, ἔνιοι γὰρ φοβούμενοι μὴ ληφθέντες ἀποθάνωσιν ὑπὸ τοῦ φόβου προαποθνήσκουσι Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25.

Greek Monolingual

προαποθνῄσκω ΝΜΑ
πεθαίνω πρωτύτερα ή πεθαίνω πρώτος («ἵνα μὴ σπάνει τῶν ἀναγκαίων προαποθνήσκοιμεν τῆς γηραιού τελευτῆς», Αντιφ.)
αρχ.
πεθαίνω υπερασπιζόμενος κάποιον.

Greek Monotonic

προαποθνήσκω: μέλ. -θᾰνοῦμαι, αόρ. βʹ -έθᾰνον· πεθαίνω εκ των προτέρων ή πρώτος, σε Ηρόδ., Πλάτ.· λέγεται για δειλό άνθρωπο, προαποθνήσκω ἀπὸ τοῦ φόβου, δηλ. πριν από τον πραγματικό του θάνατο, σε Ξεν.