κατακτάς
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
Full diacritics: κατακτάς | Medium diacritics: κατακτάς | Low diacritics: κατακτάς | Capitals: ΚΑΤΑΚΤΑΣ |
Transliteration A: kataktás | Transliteration B: kataktas | Transliteration C: kataktas | Beta Code: katakta/s |
κατακτάμενος,
A v. κατακτείνω.
κατακτάς: κατακτάμενος, ἴδε κατακτείνω.
κατακτάς: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -κτάμενος, μέσ.