χρησμοποιός
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
όν,
A making oracles in verse, Luc.Alex. 23.
German (Pape)
[Seite 1375] Orakel in Verse fassend, Luc. Alex. 23.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμοποιός: -όν, ὁ στιχουργῶν χρησμούς, Λουκ. Ἀλέξ. 23.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui compose des oracles (en vers).
Étymologie: χρησμός, ποιέω.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
αυτός που γράφει χρησμούς σε στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -ποιός].
Greek Monotonic
χρησμοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που μετατρέπει τους χρησμούς σε έμμετρο λόγο (στίχους), σε Λουκ.