ὑποδρώω

From LSJ
Revision as of 21:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

German (Pape)

[Seite 1216] poet. statt ὑποδράω, ohne Noth zur Erkl. von ὑποδρώωσι angenommen. S, ὑποδράω.

French (Bailly abrégé)

épq. p. ὑποδράω.

Greek Monotonic

ὑποδρώω: Επικ. αντί ὑπο-δράω, υπηρετώ, είμαι εξυπηρετικός, χρήσιμος, ωφέλιμος σε, τινί, σε Ομήρ. Οδ.