μεταστάς
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Greek Monolingual
-άντος, ο
αυτός που έχει πεθάνει, ο εκλιπών («ήταν θαυμάσιος άνθρωπος ο μεταστάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. αορ. β' του μεθίσταμαι].
Greek Monotonic
μεταστάς: μτχ. αορ. βʹ του μεθίστημι.