μεταστάς

From LSJ
Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

-άντος, ο
αυτός που έχει πεθάνει, ο εκλιπών («ήταν θαυμάσιος άνθρωπος ο μεταστάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. αορ. β' του μεθίσταμαι].

Greek Monotonic

μεταστάς: μτχ. αορ. βʹ του μεθίστημι.