παγά
From LSJ
English (LSJ)
Dor. for πηγή.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πᾱγά: Δωρικ. ἀντὶ πηγή, Στησίχ. 6, 2, Πίνδ., Θεόκρ., Τραγ.
French (Bailly abrégé)
dor. c. πηγή.
English (Slater)
πᾱγά
1 spring Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν (O. 3.14) τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἀγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί (P. 1.22) πέραν Νείλοιο παγᾶν (I. 6.23) ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν fr. 30. 2. met., εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων (P. 4.299)
Greek Monolingual
παγά, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πηγή.
Greek Monotonic
πᾱγά: Δωρ. αντί πηγή.