παρακλύω
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
[ῠ],
A = παρακούω IV, APl.4.255.
German (Pape)
[Seite 483] (s. κλύω), = παρακούω, τινός, Ep. ad. 235 ( Plan. 255).
Greek (Liddell-Scott)
παρακλύω: παρακούω IV, Ἀνθ. Πλαν. 255.
Greek Monolingual
Α
παρακούω, δεν υπακούω κάποιον («ἤν δὲ μεν παρακλύῃς, γνώσῃ τὸν Ἑρμῆν ὡς κακοὺς ἀμείβομαι», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κλύω «ακούω»].
Greek Monotonic
παρακλύω: = παρακούω IV, σε Ανθ.