πολυκάρηνος

From LSJ
Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκάρηνος Medium diacritics: πολυκάρηνος Low diacritics: πολυκάρηνος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: polykárēnos Transliteration B: polykarēnos Transliteration C: polykarinos Beta Code: poluka/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], Ep. πουλ-, ον,

   A many-headed, APl.4.91, Nonn. D.40.233.

German (Pape)

[Seite 664] vielköpfig.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκάρηνος: Ἐπ. πουλ-. ον. ὁ ἔχων πολλὰς κεφαλάς, πολυκέφαλος, Ἀνθ. Πλαν. 91, Νόνν. Δ. 40. 233.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυκάρηνος, -ον, Α
αυτός που έχει πολλά κεφάλια, πολυκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο-κάρηνος].

Greek Monotonic

πολῠκάρηνος: Επικ. πουλ-, -ον, αυτός που έχει πολλά κεφάλια, σε Ανθ.