Χρυσηΐς

From LSJ
Revision as of 01:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

French (Bailly abrégé)

Χρυσηΐδος (ἡ) :
Chryséis, fille de Chrysès ; αἱ Χρυσηΐδες ESCHL des captives comme Chryséis.
Étymologie: Χρύσης.

Greek Monotonic

Χρῡσηΐς: -ΐδος, ἡ, πατρωνυμ. του Χρύσης, -ου, , η κόρη του Χρύση, σε Ομήρ. Ιλ.