τρία

From LSJ
Revision as of 02:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

German (Pape)

[Seite 1139] neutr. von τρεῖς (w. m. s.), Hom.

Greek (Liddell-Scott)

τρία: καὶ δύο (δηλ. κεκραμένον Ἀριστοφ. Ἱππ. 1187)· «ἐπὶ κράσεως πότου. δύο δὲ ἦσαν κράσεις· τρεῖς μὲν ὕδατος πρὸς ἕνα καὶ πέντε ὕδατος πρὸς δύο» Ἡσύχ. - Κατὰ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: «τρία καὶ δύο, τρία μέρη ὕδατος ἐπιδεχόμενον, οἴνου δὲ δύο· ἀρίστη δὲ κρᾶσις οἴνου δύο μέρη καὶ ὕδατος τρία».

French (Bailly abrégé)

neutre de τρεῖς.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(απόλ. αριθμτ.) βλ. τρεις.

Greek Monotonic

τρία: ουδ. του τρεῖς.