Φθιάς

From LSJ
Revision as of 06:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de Phthie.
Étymologie: Φθία.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
ιδιότυπη μορφή θηλ. του επιθ. Φθῑος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φθία + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. Ἐρετρι-άς)].

Russian (Dvoretsky)

Φθῑάς: άδος (ᾰ) adj. f фтийская (γᾶ Eur.).
άδος ἡ уроженка Фтии Eur.