πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
άδος
adj. f.
de Phthie.
Étymologie: Φθία.
-άδος, ἡ, Α
ιδιότυπη μορφή θηλ. του επιθ. Φθῑος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φθία + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. Ἐρετρι-άς)].
Φθῑάς: άδος (ᾰ) adj. f фтийская (γᾶ Eur.).
άδος ἡ уроженка Фтии Eur.