μετακοιμίζω
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
German (Pape)
[Seite 148] anderswohin in Schlaf, zur Ruhe bringen, übertr., ποῖ καταλήξει μετακοιμισθὲν μένος ἄτης, Aesch. Ch. 1072, das Unheil wird geändert u. beschwichtigt aufhören.
French (Bailly abrégé)
faire s’endormir.
Étymologie: μετά, κοιμίζω.
Russian (Dvoretsky)
μετακοιμίζω: усыплять (μετακοιμισθὲν μένος ἄτης Aesch.).