νοσημάτιον
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
English (LSJ)
τό, Dim. of νόσημα, Ar.Fr.90.
Greek (Liddell-Scott)
νοσημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ νόσημα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 64.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
maladie légère, indisposition.
Étymologie: νόσημα.
Greek Monolingual
νοσημάτιον, τὸ (Α) νόσημα
νόσος ελαφράς μορφής, μικροαρρώστια.
Russian (Dvoretsky)
νοσημάτιον: (ᾰ) τό легкое заболевание, недомогание Arst.