πρόσθετον
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
t. de méd. pessaire, suppositoire.
Étymologie: πρόσθετος.
Russian (Dvoretsky)
πρόσθετον: τό мед. пессарий (τοῖς προσθέτοις βασανίζειν τὰς γυναῖκας Arst.).