μεγαλοπρεπέως
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
French (Bailly abrégé)
ion. c. μεγαλοπρεπῶς.
Greek Monolingual
μεγαλοπρεπέως (Α)
επίρρ. βλ. μεγαλοπρεπής.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοπρεπέως: ион. = μεγαλοπρεπῶς.