ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest
[Seite 809] u. ἔμμορον, zu μείρομαι, w. m. s.
ἔμμορα: παρακ. βʹ του μείρομαι.
ἔμμορα: pf. к μείρομαι.