συνυποπίπτω

From LSJ
Revision as of 08:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυποπίπτω Medium diacritics: συνυποπίπτω Low diacritics: συνυποπίπτω Capitals: ΣΥΝΥΠΟΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synypopíptō Transliteration B: synypopiptō Transliteration C: synypopipto Beta Code: sunupopi/ptw

English (LSJ)

   A to be presented to the senses together with, ἀλλήλοις S.E.M.8.174.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποπίπτω: ὑποπίπτω ὁμοῦ, συμπεριλαμβάνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 174.

Greek Monolingual

Α ὑποπίπτω
καθίσταμαι καταληπτός μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.

Russian (Dvoretsky)

συνυποπίπτω: лог. одновременно относиться, быть включаемым или подразумеваемым: οὐ λευκότερόν τι δυνατόν ἐστι γνωρίζειν μὴ συνυποπίπτοντος τοῦ οὖ λευκότερόν ἐστι Sext. невозможно познать «более белого», если оно не соотнесено с тем, чего оно белее.