βαρυβρομήτης
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
German (Pape)
[Seite 433] πέτρος, stark tosend, vom Mühlstein, Philp. 76 (VII, 394).
Spanish (DGE)
(βᾰρυβρομήτης) -ου que resuena gravemente πέτρος AP 7.394 (Phil.).
Russian (Dvoretsky)
βαρυβρομήτης: Anth. = βαρυβρεμέτης.