βαρυβρομήτης
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
v. βαρυβρεμέτης.
Spanish (DGE)
(βᾰρυβρομήτης) -ου que resuena gravemente πέτρος AP 7.394 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 433] πέτρος, stark tosend, vom Mühlstein, Philp. 76 (VII, 394).
Russian (Dvoretsky)
βαρυβρομήτης: Anth. = βαρυβρεμέτης.